- ποικιλομήτης
- ποικῐλο-μήτης, ου, ὁ, voc. μῆτα,A full of various wiles, epith. of Odysseus, Il.11.482, Od.3.163, 13.293; of Zeus, h.Ap.322; of Hermes, h.Merc.155.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποικιλομήτης — full of various wiles masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλομήτης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Οδυσσέως, τού Διός και τού Ερμού) αυτός που σκέπτεται ή μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, πολυμήχανος, επινοητικός, πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + μήτης (< μῆτις «σκέψη, σοφία»), πρβλ. αγκυλο μήτης] … Dictionary of Greek
ποικιλομῆτα — ποικιλομήτης full of various wiles masc voc sg ποικιλομήτης full of various wiles masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλομήτην — ποικιλομήτης full of various wiles masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλομήτου — ποικιλομήτης full of various wiles masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλόμητις — ήτιδος, ὁ, ἡ, Α ποικιλομήτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + μῆτις, ιδος (πρβλ. αισχρό μητις)] … Dictionary of Greek
ποικιλόστερνος — ον, Α (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) μτφ. αυτός που σκέπτεται ή μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, ποικιλομήτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + στερνος (< στέρνον), πρβλ. ευρύ στερνος] … Dictionary of Greek